αρριχαομαι

αρριχαομαι
    ἀρριχάομαι
    v. l. = ἀριχάομαι См. αριχαομαι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αρριχαομαι" в других словарях:

  • αναρριχώμαι — (Α ἀναρριχῶμαι, άομαι) ανεβαίνω, σέρνομαι σε κατακόρυφη ή δύσβατη επιφάνεια, σκαρφαλώνω νεοελλ. 1. (για φυτά) ανεβαίνω και απλώνω τα κλαδιά σε δέντρο ή τοίχο 2. μτφ. ανέρχομαι διαδοχικά σε αξιώματα με ανέντιμα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παλαιό …   Dictionary of Greek

  • (s)reigh- —     (s)reigh     English meaning: to climb, creep     Deutsche Übersetzung: “klettern, mũhsam kriechen”?     Note: (also (s)reikh ?)     Material: O.Ind. ríṅgati (voiced nonaspirated in connection with the nasalization) and ríṅkhati “bewegt… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»